Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπέχθεμα — έματος, τὸ, Α βλ. ὑπέκθεμα … Dictionary of Greek
υπέκθεμα — και κρητ. τ. ὑπέχθεμα, έματος, τὸ, Α [ὑπεκτίθημι] συμπληρωματικό μέρος λογαριασμού … Dictionary of Greek